- υποπτεύομαι
- soupçonner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υποπτεύομαι — ὑποπτεύομαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποπτεύω ΜΑ [ὕποπτος / ὑπόπτης] (μσν. αρχ. και ενεργ.) 1. έχω υποψίες, υποψιάζομαι (α. «συνεχώς μέ υποπτεύεται» β. «ὁ δὲ τύραννος ὅταν ὑποπτεύσῃ καὶ αἰσθανόμενος τῷ ὄντι ἀντιπραττομένους τινὰς ἀποκτείνῃ», Ξεν.) 2.… … Dictionary of Greek
υποπτεύομαι — υποπτεύομαι, υποπτεύτηκα και υποπτεύθηκα βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υποπτεύομαι — υποπτεύθηκα 1. υποψιάζομαι, έχω υπόνοιες: Υποπτεύομαι ότι μου είπε ψέματα. 2. θεωρώ κάποιον ύποπτο: Υποπτεύεται τη γυναίκα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποπτεύομαι — ὑποπτεύω to be suspicious pres ind mp 1st sg ὑποπτεύω to be suspicious pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθυποπτεύω — ἀνθυποπτεύω (Α) υποπτεύομαι αυτόν που έχει υποψίες για μένα, υποπτεύομαι κι εγώ … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αδικοβάλλω — και βάζω και βάνω 1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ 2. άδικα υποπτεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο* + βάλλω ή βάζω ή βάνω] … Dictionary of Greek
αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… … Dictionary of Greek
ανθίζω — (AM ἀνθίζω) νεοελλ. 1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια 2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω 3. ανθίζουμαι μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω αρχ. 1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη 2. καλλωπίζω διακοσμώ 3.… … Dictionary of Greek
βλώσκω — (Α) 1. έρχομαι, προχωρώ 2. φρ. α) «εἰς ὕποπτα βλώσκω τινί» υποπτεύομαι, υποψιάζομαι κάποιον β) «διὰ μάχης μαθεῑν τινι» η εμπλοκή κάποιου σε μάχη. γ) «μολὼν λαβέ» έλα να τα πάρεις, έλα και πάρε τα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το θ. του ενεστ. βλώσκω … Dictionary of Greek